- ρεβιθένιος
- α, ο из нута, гороховый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερεβίνθινος — η, ο (Α ἐρεβίνθινος, η, ον) [ερέβινθος] ο παρασκευασμένος από ρεβίθια, ο ρεβιθένιος … Dictionary of Greek